5 ΜΥΘΟΥΣ ΓΙΑ ΤΙΣ ΕΠΑΓΩΓΙΚΕΣ ΕΣΤΙΕΣ
Οι επαγωγικές εστίες, χάρη στα θετικά τους χαρακτηριστικά, έχουν -κυριολεκτικά- «κατακτήσει» τα νοικοκυριά στην Ευρώπη, ενώ -μάλιστα- σε χώρες όπως η Μεγάλη Βρετανία, αποτελούν την αιτία που οι ηλεκτρικές κουζίνες έχουν γίνει πλέον πρώτη επιλογή των καταναλωτών συγκριτικά με τις κουζίνες αερίου, οι οποίες αποτελούσαν εδώ και δεκαετίες την πιο δημοφιλή λύση. Αυτό συμβαίνει γιατί πετυχαίνουν γρήγορο κι οικονομικό μαγείρεμα, εξασφαλίζουν καλύτερο γευστικό αποτέλεσμα βελτιώνοντας τον έλεγχο της θερμοκρασίας, ενώ προσφέρουν μεγαλύτερη ασφάλεια από ατυχήματα.
Όλα αυτά τα πλεονεκτήματα οφείλονται στον τρόπο λειτουργίας τους και πιο συγκεκριμένα στο γεγονός ότι οι επαγωγικές εστίες θερμαίνουν απευθείας τα συμβατά μαγειρικά σκεύη, «διεγείροντας» το υλικό τους μέσω ενός μαγνητικού πεδίου. Έτσι, πετυχαίνουν οικονομία σε μεγάλο βαθμό και γρήγορη ταχύτητα, αφού π.χ. σε σχέση με τις κεραμικές εστίες καταναλώνουν έως και 25% λιγότερο ρεύμα, κι ολοκληρώνουν το μαγείρεμα σε 40% λιγότερο χρόνο.
Παράλληλα, το γεγονός ότι δεν θερμαίνονται οι ίδιες σημαίνει πως δεν υπάρχει κίνδυνος εγκαύματος αν κανείς αγγίξει τη ζώνη μαγειρέματος όσο λειτουργούν, όπως και πυρκαγιάς στην περίπτωση που πέσει πάνω της κάποιο εύφλεκτο υλικό. Επίσης, η θέρμανση του σκεύους μέσω μαγνητικού πεδίου προσφέρει πιο ακριβή, κι άμεση ρύθμιση της θερμοκρασίας του. Έτσι, το φαγητό περνά σε δευτερόλεπτα από το τσιγάρισμα στο σιγοβράσιμο, για τέλεια εκτέλεση οποιασδήποτε συνταγής.
Όμως, παρά το γεγονός ότι οι επαγωγικές εστίες είναι η γρηγορότερη λύση για πεντανόστιμο φαγητό, ακόμη και σήμερα κυκλοφορούν μια σειρά από μύθοι για τη λειτουργία τους, που κάνουν ορισμένους καταναλωτές διστακτικούς στο να τις επιλέξουν. Ωστόσο, οι μύθοι αυτοί «αδικούν» τη συγκεκριμένη τεχνολογία, ενώ πλέον καταρρίπτονται.
Μύθος 1: Οι επαγωγικές εστίες εκπέμπουν επικίνδυνη ακτινοβολία
Είναι ασφαλείς για την ανθρώπινη υγεία, αφού η ακτινοβολία που εκπέμπουν κατά το μαγείρεμα έχει πολύ μικρή εμβέλεια, της τάξης των μερικών εκατοστών. Επομένως, σε μεγαλύτερες αποστάσεις, οι τιμές της είναι χαμηλότερες από τα όρια ασφαλείας.
Η ακτινοβολία των εστιών συγκαταλέγεται στις λεγόμενες μη ιοντίζουσες ακτινοβολίες, οι οποίες δεν προκαλούν βλάβη στα κύτταρα και δεν έχουν σωρευτική επίδραση, ενώ τα όρια έχουν προσδιοριστεί από τη Διεθνή Επιτροπή για την Προστασία από τις Μη Ιοντίζουσες Ακτινοβολίες (ICNIRP). Σύμφωνα με διεθνείς φορείς όπως ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας, αλλά και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η τήρησή τους εξασφαλίζει την απουσία αρνητικών επιδράσεων στην υγεία.
Όπως αναφέρει το Γερμανικό Ομοσπονδιακό Γραφείο Προστασίας από τις Ακτινοβολίες, στις συνηθισμένες αποστάσεις που έχει ένας άνθρωπος από τις εστίες όταν μαγειρεύει, η ακτινοβολία που δέχεται είναι μικρότερη από τα όρια της ICNIRP. Μάλιστα, αυτό ισχύει ακόμη κι αν δεν χρησιμοποιεί τις επαγωγικές εστίες σωστά.
Σε κάθε περίπτωση, για να μειώσει κανείς την έκθεσή του στο ελάχιστο δυνατό, το Γερμανικό Γραφείο συστήνει να μην προσπαθήσει κανείς να χρησιμοποιήσει κάποιο μη συμβατό σκεύος (με το οποίο έτσι κι αλλιώς δεν θα μπορεί να μαγειρέψει) και να τηρείται μία απόσταση 5-10 εκατοστών από τις εστίες. Επίσης, συμβουλεύει τα σκεύη να τοποθετούνται στην εστία με την αντίστοιχη διάμετρο και στο κέντρο της (αυτό δεν είναι πλέον απαραίτητο στις επαγωγικές εστίες «ελεύθερης ζώνης»).
Ο μόνος αστερίσκος σχετικά με την ασφάλεια αφορά ανθρώπους που έχουν βηματοδότη ή απινιδωτή, καθώς και κάποιο ορθοπεδικό εμφύτευμα. Σε αυτές τις περιπτώσεις, θα πρέπει κανείς να συμβουλευτεί τον γιατρό του.
Μύθος 2: Θα πρέπει ν’ αντικατασταθούν όλα τα μαγειρικά σκεύη με συμβατά
Στην πραγματικότητα, τα περισσότερα σκεύη ενός μέσου νοικοκυριού, συχνά ακόμη κι όλα, μπορούν να «δουλέψουν» με τις επαγωγικές εστίες. Με βάση τον τρόπο που λειτουργεί το μαγείρεμα με επαγωγή, μία κατσαρόλα, ή ένα τηγάνι είναι συμβατό με τις επαγωγικές εστίες αν τα μόριά του «διεγείρονται» από μαγνητικό πεδίο (κι επομένως θερμαίνονται), δηλαδή αν το υλικό κατασκευής του είναι σιδηρομαγνητικό.
Πολλά από τα σκεύη που κυκλοφορούν στην αγορά είναι από σιδηρομαγνητικά υλικά, επομένως ακόμη κι αν τα είχες αγοράσει γι’ άλλο τύπο μαγειρικών «ματιών», θα λειτουργούν και με την καινούρια σου κουζίνα. Σε κάθε περίπτωση, είναι πολύ εύκολο να ελέγξεις τον εξοπλισμό σου, χρησιμοποιώντας ένα μαγνήτη (π.χ. ένα μαγνητάκι ψυγείου): αν κολλήσει πάνω τους, αυτό σημαίνει πως είναι συμβατά.
Για τα υπόλοιπα σκεύη, αυτά που θα αγοράσεις στη συνέχεια, θα μπορείς να ελέγξεις από τη συσκευασία τους αν είναι κατάλληλα και για επαγωγικές εστίες.
Μύθος 3: Θα χρειαστώ σκεύη που να ταιριάζουν ακριβώς στα «μάτια» της νέα κουζίνας
Δεν είναι απαραίτητο, αφού μπορεί κανείς να επιλέξει κάποιο από τα μοντέλα επαγωγικών εστιών με «ελεύθερη ζώνη», ώστε να μαγειρεύει σ’ οποιοδήποτε σημείο της επιφάνειάς της. Ένα τέτοιο μοντέλο «καταλαβαίνει» πού έχει τοποθετηθεί το σκεύος, ή τα σκεύη στην περίπτωση που ετοιμάζονται παραπάνω από ένα φαγητά παράλληλα, ενεργοποιώντας μόνο τις ζώνες στις οποίες ακουμπούν τα σκεύη.
Μύθος 4: Οι επαγωγικές εστίες έχουν μικρότερη απόδοση από τις κεραμικές, ή τις εμαγιέ
Στην πραγματικότητα ισχύει το ακριβώς αντίθετο, γι’ αυτό κι είναι ο οικονομικότερος τρόπος μαγειρέματος με ηλεκτρικό ρεύμα, έχοντας π.χ. 25% μικρότερη κατανάλωση από τις κεραμικές εστίες. Αυτό συμβαίνει γιατί, όπως αναφέρθηκε πιο πάνω, θερμαίνει απευθείας το σκεύος χωρίς να θερμαίνεται η ίδια.
Αν σκεφτείς πόσα ενδιάμεσα υλικά πρέπει να ζεσταθούν στις συμβατικές ηλεκτρικές εστίες, μέχρι η θερμότητα να φτάσει τελικά στην κατσαρόλα, ή το τηγάνι, καταλαβαίνεις γιατί έχουν μικρότερη απόδοση. Έτσι, για να μαγειρέψεις π.χ. με ένα κεραμικό «μάτι», θα πρέπει πρώτα να θερμανθεί το ίδιο και στη συνέχεια η κεραμική επιφάνεια, ώστε ν’ αυξηθεί η θερμοκρασία του σκεύους.
Μύθος 5: Οι επαγωγικές εστίες είναι πολύ ακριβές
Αυτό ίσχυε πριν από μερικά χρόνια. Πλέον η συγκεκριμένη τεχνολογία έχει διαδοθεί τόσο, ώστε το κόστος για τις επαγωγικές εστίες είναι ελάχιστα ακριβότερο από τις αντίστοιχες κεραμικές. Ωστόσο, έχουν σημαντικά μικρότερο κόστος λειτουργίας κι εξασφαλίζουν οικονομία στους λογαριασμούς ρεύματος, οπότε μέσα σε λίγα χρόνια θα σ’ αποζημιώσουν για τη μικρή χρηματική διαφορά στο κόστος αγοράς.
Μάλιστα, η απόσβεση θα γίνει πιο γρήγορα αν έχεις οικογένεια, με δεδομένο ότι μαγειρεύεις σχεδόν σε καθημερινή βάση, κι ενδεχομένως περισσότερα από ένα φαγητά. Τότε, σύμφωνα με τους ειδικούς, ακόμη και μέσα σε μία χρονιά μπορεί η διαφορά στην τιμή να έχει ισοσκελιστεί από την οικονομία στους λογαριασμούς ρεύματος.
διαβάστε την ανάρτηση ΕΔΩ